σημειολογία

σημειολογία
(Ιατρ.). Ο τομέας της ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη των σημείων (συμπτωμάτων), που επιτρέπουν τη διάγνωση των νόσων και των μεθόδων για την αποκάλυψη τους. Εκτός από τα σημεία των νόσων, μελετά και τα σημεία των φυσιολογικών λειτουργιών, δηλαδή τα φυσιολογικά φαινόμενα. Ονομάζεται επίσης «επιστήμη των μέσων της διαγνωστικής έρευνας» και αποτελεί βασικό παράγοντα της ιατρικής, γιατί παρέχει τα απαραίτητα εφόδια στους μελλοντικούς γιατρούς για τη θεμελίωση των διαγνωστικών συλλογισμών τους. Η σημειολογία διακρίνεται σε: παθολογική και χειρουργική, ανάλογα προς το είδος της νόσου που αναζητεί να καθορίσει. Ακριβώς γι’ αυτό υπάρχουν και διάφοροι άλλοι κλάδοι της, όπως η δερματολογική, η νευρολογική και η οφθαλμιατρική σημειολογία. Μια άλλη διάκριση που συνηθίζεται είναι εκείνη σε φυσική και λειτουργική. Η πρώτη ασχολείται με τα συμπτώματα που μπορεί να διαπιστωθούν με τις αισθήσεις του ανθρώπου: όραση (επισκόπηση), αφή (ψηλάφηση), ακοή (ακρόαση και επίκρουση). Η δεύτερη μελετά τις συνθήκες λειτουργίας διαφόρων οργάνων, καταφεύγοντας συχνά σε έρευνες και εξετάσεις εργαστηριακές, που γίνονται στο αίμα, στα κόπρανα, στα ούρα, στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, κ.ά., και χρησιμεύουν για την ορθή διάγνωση.
* * *
η, Ν
1. ιατρ. η συμπτωματολογία
2. γλωσσ. γενική επιστήμη τής επικοινωνίας που έχει ως αντικείμενό της τα διάφορα συστήματα σημείων, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους τα συστήματα αυτά δημιουργούνται, λειτουργούν και γίνονται κατανοητά στο πλαίσιο τής κοινωνικής ζωής, αλλ. σημειωτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. semiologie < σημεῖον + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρηγ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σημειολογία — η 1. κλάδος της ιατρικής που μελετά τα κλινικά σημεία των ασθενών για διάγνωση της αρρώστιας τους. 2. φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται γενικά με τα σύμβολα και ειδικότερα με τη γλώσσα: Η σημαντική αποτελεί κλάδο της σημειολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημειολογικός — ή, ό, Ν [σημειολογία / σημειολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειολογία ή στον σημειολόγο …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • σημειολόγος — ο, η, Ν γλωσσολόγος ειδικευμένος στη σημειολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. semiologue < σημεῖον + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου …   Dictionary of Greek

  • σημειωτικός — ή, ό / σημειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η σημειωτική α) γλωσσ. η σημειολογία β) ιατρ. παλαιός όρος για την συμπτωματολογία 2. φρ. α) «σημειωτικό σύμπτωμα» ιατρ. το σύμπτωμα που επιτρέπει την εντόπιση τής έδρας τής πάθησης ενός… …   Dictionary of Greek

  • Βέλτσος, Γεώργιος — (Αθήνα 1944 –). Νομικός και κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοινωνιολογία στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …   Dictionary of Greek

  • σημαίνω — σημαίνω, σήμανα, σεσημασμένος βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: σημαίνω : η μτχ. σεσημασμένος χρησιμοποιείται με την ειδική έννοια → (για κακοποιό κτλ.) γνωστός στην αστυνομία, που έχει επισημανθεί από τις αστυνομικές αρχές. Στη γλωσσολογία και στη… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σημειολογικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σημειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημειωτική — η σημειολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”